χημειοθεραπεία

χημειοθεραπεία
Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα κύτταρα του οργανισμού που προσεβλήθη από τους παθογόνους αυτούς παράγοντες. Η αποτελεσματικότητα των χημειοθεραπευτικών υπολογίζεται ανάλογα με τον θεραπευτικό τους δείκτη, δηλαδή ανάλογα με τη σχέση μεταξύ δραστικής και τοξικής δόσης. Πρόκειται περί επιστήμης σχετικά πρόσφατης και μπορεί να ειπωθεί ότι θεμελιώθηκε από τον Πάουλ Έρλιχ με την ανακάλυψη της σαλβαρσάνης· από τότε (1909), ακολουθώντας κατά μεγάλο μέρος τον τρόπο εργασίας του Γερμανού επιστήμονα, έγινε τεράστια πρόοδος με τη συνεργασία πολυάριθμων επιστημόνων διαφόρων κλάδων, που ενώνονται συχνά σε βιομηχανικά συγκροτήματα. Οι μεγάλοι όμως σταθμοί στην εξέλιξη της χ. είναι η ανακάλυψη των σουλφοναμιδών (1935) από τον Ντόμακ της πενικιλλίνης (1941) από τον Φλέμινγκ και τους συνεργάτες του για τη θεραπεία των μικροβιακών νόσων. Σήμερα χρησιμοποιούνται πολυάριθμα χημειοθεραπευτικά φάρμακα για όλες σχεδόν τις λοιμώξεις. Η πιπεραζίνη, η εξυλορεσορκίνη, η διθειαζανίνη αποτελούν τη βάση πολλών φαρμάκων κατά των ελμίνθων· κατά της σχιστοσωμίασης και φιλαρίασης σπλαχνικών ελμινθιάσεων, χρησιμοποιούνται σκευάσματα αντιμονίου και παράγωγα της πιπεραζίνης. Για τις λοιμώξεις από πρωτόζωα είναι γνωστά τα αντιαμοιβαδικά, τα συνθετικά ανθελονοσιακά, τα αρσενικούχα παράγωγα δραστικά κατά των λεϊσμανιάσεων. Κατεξοχήν χημειοθεραπευτική παραμένει η αντιμετώπιση των λοιμώξεων από τριπονήματα (σύφιλη) με παράγωγα του αρσενικού, του βισμούθιου και του υδράργυρου. Ευρύτατο είναι το πεδίο των συνθετικών φαρμάκων που είναι αποτελεσματικά κατά των βακτηριδίων, από τις περίφημες σουλφοναμίδες έως τις αντιλεπρικές σουλφόνες, τα αντιφυματικά και όλη την κλίμακα των αντιβιοτικών που αν και παράγονται από ζώντα όντα, συμπεριλαμβάνονται στα χημειοθεραπευτικά, τόσο για τις ιδιότητές τους όσο και για τη δυνατότητα συνθετικής παραγωγής τους, όπως συμβαίνει για πολλά από αυτά. Περισσότερο πρόσφατα είναι τα φάρμακα για την καταπολέμηση των μυκητιάσεων. Από τις νεότερες τάσεις της χ. είναι η αναζήτηση φαρμάκων κατά των ιών και των νεοπλασιών. Στο τελευταίο αυτό πεδίο τα χλωροαιθυλικά παράγωγα, οι αντιμεταβολίτες, τα αντιβιταμινικά και άλλες ουσίες έχουν ήδη αποδείξει μια κάποια αποτελεσματικότητα και αντιπροσωπεύουν ίσως τον πρόλογο οριστικών επιτυχιών στο εγγύς μέλλον.
* * *
και παλ. τ. χημικοθεραπεία, η, Ν
ιατρ. η θεραπεία τών νόσων με χημικές ουσίες και, ειδικότερα η θεραπεία τών λοιμωδών νοσημάτων και τού καρκίνου με συνθετικές χημικές ουσίες και αντιβιοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chimiotherapie < chimio- (πρβλ. χημει[ο]-) + therapie (< θεραπεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χημικοθεραπεία — η, Ν (παλ. τ.) βλ. χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χημειοθεραπεία, σχηματισμένος από το επίθ. χημικός] …   Dictionary of Greek

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

  • νευροτροπισμός — ο η εκλεκτική προτίμηση για το νευρικό σύστημα ορισμένων χημικών παραγόντων που χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία, καθώς και μερικών μικροβίων και ιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurotropism < νευροτρόπος + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοφυλλίνη — η, Ν (βιοχ.) ρητίνη που εξάγεται από τα ριζώματα τού φυτικού είδους Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό, χολαγωγό κυρίως όμως για τη θεραπεία αφροδίσιων νόσων, καθώς και στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • ποδοφυλλοτοξίνη — η, Ν (βιοχ.) ένωση που βρίσκεται στο φυτό Podophyllum peltatum και χρησιμοποιείται στην αντικαρκινική χημειοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. podophyllotoxine (< ποδόφυλλο* + τοξίνη)] …   Dictionary of Greek

  • χημειοθεραπευτικός — και χημικοθεραπευτικός, ή, ό, Ν [χημειοθεραπεία] 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χημειοθεραπευτικά (φαρμ.) συνθετικές ή ημισυνθετικές δραστικές ουσίες που καταστρέφουν ή αναστέλλουν εκλεκτικά τον πολλαπλασιασμό παθογόνων μικροβίων ή καρκινικών… …   Dictionary of Greek

  • βακτηριοστατικά — Αντιμικροβιακοί παράγοντες που αναστέλλουν την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Πολλά από αυτά είναι χρησιμότατα στη χημειοθεραπεία. Σταματούν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων και φυσικά την επιδείνωση της αρρώστιας, δίνοντας… …   Dictionary of Greek

  • κοκκιδίαση ή κοκκιδίωση — Σοβαρή πάθηση που προσβάλλει τα ζώα και σπανιότερα τους ανθρώπους και προκαλείται από τα πρωτοζωικά παράσιτα της υπόταξης των κοκκιδίων (coccidia). Τα κοκκίδια παρασιτούν στο εντερικό τοίχωμα των ξενιστών τους, όπου μπορούν να προκαλέσουν… …   Dictionary of Greek

  • λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”